-
1 дутьё
1. мет. το φύσημα, η παροχή του αέρα υπό πίεση-2. (в топках) ο ελκυσμόςвентиляторное - τεχνητός -, βεβιασμένος - (μέσω του ανεμιστήρα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дутьё
-
2 течение
το ρεύμα, η ροήламинарное - η γραφική/ομαλή/στρωτή ροήморское - θαλάσσιο/ωκεάνιο -стационарное - σταθερό/αμετάβλητο -турбулентное - η (τε)τα-ραγμένη/στροβιλώδης/τυρβώδης ροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > течение
-
3 течение
-я ουδ.1. ροή, ρους, τρέξιμο•удержать течение крови σταματώ την αιματόρροια•
воды в реке ο ρους του ποταμού.
2. μτφ. αλληλοδιαδοχή•течение мысли η αλληλοδιαδοχή των σκέψεων.
3. μτφ. το πέρασμα, το διάβα•времени το πέρασμα του χρόνου.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.)• тплое течение ζεστό ρεύμα•холодное течение ψυχρό ρεύμα•
литературное течение λογοτεχνικό ρεύμα.
εκφρ.в течение – στη διάρκεια•в течение дня – στη διάρκεια της μέρας•в течение нескольких минут – στη διάρκεια μερικών λεπτών, για λίγα• λεπτά•в течение спора – κατά τη διάρκεια της συζήτησης.